- φαρμάκωμα
- [фармакома] ουσ. о. отравление,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φαρμάκωμα — το, Ν [φαρμακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φαρμακώνω, δηλητηρίαση 2. μτφ. ψυχική πικρία … Dictionary of Greek
φαρμάκωμα — το, ατος η δηλητηρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμάκεμα — το, Ν [φαρμακεύω] φαρμάκωμα, δηλητηρίαση … Dictionary of Greek
φαρμάκευμα — εύματος, τὸ, Μ [φαρμακεύω] δηλητηρίαση, φαρμάκωμα … Dictionary of Greek
ψιάκωμα — και ψάκωμα, το, Ν [ψιακώνω] δηλητηρίαση, φαρμάκωμα … Dictionary of Greek
φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)